θεατρινίστικος

θεατρινίστικος
-η, -ο
προσποιητός: Θεατρινίστικα κλάματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεατρινίστικος — η, ο [θεατρίνος] αυτός που ταιριάζει σε θεατρίνο, προσποιητός, επιδεικτικός, πομπώδης («θεατρινίστικα καμώματα»). επίρρ... θεατρινίστικα 1. θεατρικά 2. μτφ. προσποιητά …   Dictionary of Greek

  • δραματικός — ή, ό (AM δραματικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δράμα νεοελλ. 1. εντυπωσιακός, με αιφνιδιαστικές αλλαγές και δημιουργία κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» κ.λπ.) 2. αυτός που πάλλεται από συγκίνηση… …   Dictionary of Greek

  • θεατρώδης — θεατρώδης, ῶδες (AM) μσν. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής αρχ. (με κακή σημ., για πρόσ.) αυτός που αρέσκεται σε θεατρική συμπεριφορά, θεατρικός, θεατρινίστικος, θεατρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + κατάλ. ώδης* (πρβλ. ευ ώδης, κτην ώδης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”